- ψωριάρικος
- -η, -ο, Ν [ψωριάρης]1. (ιδίως για ζώο) ψωραλέος2. το ουδ. ως ουσ. το ψωριάρικοκακομοιριασμένο ζώο («τί τό έφερες εδώ αυτό το ψωριάρικο;»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψωριάρικος — η, ο βλ. ψωριάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)